- μεταπλαστικός
- -ή, -ό (Α μεταπλαστικός, -ή, -όν) [μεταπλάθω]νεοελλ.αυτός που επιφέρει ή προκαλεί μετάπλαση ή αυτός που έχει σχηματιστεί με μεταπλασμόαρχ.(για τύπους) (στους ποιητές) ο μεταβεβλημένος.επίρρ...μεταπλαστικώς και -ά (Α μεταπλαστικῶς)με μεταπλασμό.
Dictionary of Greek. 2013.